Μετά από πολύωρη διαδικασία, η αρμόδια Ευρωπαία Εισαγγελέας άσκησε σε βάρος τους ποινικές διώξεις για σειρά κακουργημάτων που σχετίζονται με τη δράση εγκληματικής οργάνωσης, η οποία φέρεται να αποκόμισε παράνομο οικονομικό όφελος ύψους τουλάχιστον 1,7 εκατομμυρίων ευρώ, προκαλώντας ζημία τόσο στα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στο ελληνικό Δημόσιο.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται επτά κακουργήματα, μεταξύ των οποίων η συγκρότηση και ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, η διεύθυνση και υποστήριξή της, απάτη σχετική με επιχορηγήσεις, άμεση συνέργεια σε απάτη άνω των 120.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση, απάτη σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ελληνικού Δημοσίου, καθώς και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν στην Ευελπίδων προκειμένου να παρουσιαστούν ενώπιον του Ευρωπαίου Ανακριτή, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται να ζητήσουν προθεσμία για να απολογηθούν, ώστε να μελετήσουν το υλικό της ογκώδους δικογραφίας και να προετοιμάσουν την υπεράσπισή τους. Πάντως, φέρονται να αρνούνται τις κατηγορίες που τους αποδίδονται.
Κατά τα στοιχεία της έρευνας, το κύκλωμα δρούσε συστηματικά από το 2019 έως το 2025, υποβάλλοντας ψευδείς δηλώσεις για αγροτεμάχια και ζωικό κεφάλαιο, με στόχο τη λήψη επιδοτήσεων που δεν δικαιούνταν. Η εξάρθρωση της οργάνωσης πραγματοποιήθηκε την περασμένη Παρασκευή, έπειτα από συντονισμένη επιχείρηση της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος.
Στη δικογραφία γίνεται λόγος και για εμπλοκή επιπλέον προσώπων, πέραν των συλληφθέντων, ενώ ιδιαίτερη αναφορά υπάρχει σε μία ξεχωριστή σύλληψη συγγενικού προσώπου εμπλεκόμενης, η οποία αφορά κακουργηματική παράβαση της νομοθεσίας περί όπλων, μετά τον εντοπισμό τους σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη.
Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, η εγκληματική οργάνωση λειτουργούσε με δομημένο τρόπο, αξιοποιώντας Κέντρα Υποδοχής Δηλώσεων και γνώση των διαδικασιών του αγροτικού τομέα. Υπέβαλλε ψευδείς Αιτήσεις Ενιαίας Ενίσχυσης, δήλωνε εκτάσεις χωρίς πραγματική νομή ή ζωικό κεφάλαιο που δεν υπήρχε, χρησιμοποιούσε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων ή μελών της οργάνωσης και εκμεταλλευόταν κενά στους ελέγχους για να αποφύγει τον εντοπισμό.
Κατά τις έρευνες σε κατοικίες, επαγγελματικούς χώρους και οχήματα κατασχέθηκαν, μεταξύ άλλων, χρηματικά ποσά, χρυσές λίρες και πολύτιμα αντικείμενα, ενώ εντοπίστηκαν τραπεζικοί λογαριασμοί με ύποπτες κινήσεις, ακόμη και μετά τον θάνατο προσώπου στο όνομα του οποίου εμφανίζονταν.
Η υπόθεση θεωρείται ιδιαίτερα σοβαρή, καθώς αναδεικνύει εκτεταμένη και πολυετή κατάχρηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, με τις δικαστικές εξελίξεις να αναμένονται κρίσιμες για την περαιτέρω διερεύνηση του εύρους του κυκλώματος και την απόδοση ευθυνών.