Νικήτας Κακλαμάνης: «Η χειρότερη Δημοκρατία είναι προτιμότερη και καλύτερη από τον φασισμό»

Θέση για την επικαιρότητα παίρνει ο Νικήτας Κακλαμάνης - Ελληνοτουρκικά και Χρυσή Αυγή στο επίκεντρο της συζήτησης 

Ένας πολιτικός που ξεχωρίζει για το ήθος, τη μετριοπάθεια, τη διαλλακτικότητα αλλά και τη συνεπή στάση του απέναντι στις ιδέες και στο κομματικό του ακροατήριο. Ο Νικήτας Κακλαμάνης, αντιπρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, μιλάει αποκλειστικά στην «kedenews» για το πολιτικό σύστημα και τη Χρυσή Αυγή, τα ελληνοτουρκικά και τις κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης.

Συνέντευξη στους Διονύση Γκουτζουρή - Μαύρα Σαραντοπούλου

Από τη θέση του αντιπροέδρου της Βουλής και με εμπειρία, θέλω να ρωτήσω, σε ένα γενικό πλαίσιο, πώς θα χαρακτηρίζατε τον κοινοβουλευτισμό των ημερών μας στην Ελλάδα;

Αναμφισβήτητα, έχουν αλλάξει πολλά από το 1990 που εκλέχθηκα για πρώτη φορά βουλευτής. Ένα από τα πιο βασικά στοιχεία που υπήρχαν εκείνη την εποχή ήταν ο σεβασμός στα όρια του δέους, που ένιωθες βλέποντας ή και συνομιλώντας με τεράστιες πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο πολιτικός μου πατέρας Ευάγγελος Αβέρωφ, ο Θανάσης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Μιλτιάδης Έβερτ, o Αντώνης Σαμαράς, o Ανδρέας Παπανδρέου, ο Χαρίλαος Φλωράκης κ.ά. Μετά από τρεις δεκαετίες, λοιπόν, η μεγάλη διαφορά που έχω διαπιστώσει με την κατάσταση στο σημερινό Κοινοβούλιο είναι ότι -κυρίως- οι νέοι βουλευτές δεν αφιερώνουν τον χρόνο και την παρουσία που απαιτείται στην αίθουσα της Ολομέλειας της Βουλής. Αυτό είναι το μεγάλο σχολείο για κάθε νέο βουλευτή. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, τον εαυτό μου όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με όρισε τρίτο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο στην κυβέρνησή του. Αισθανόμουν σαν «χαμένος στο Διάστημα».

Τότε με πήρε από το χέρι ο Θανάσης Κανελλόπουλος και μου είπε: «Μικρέ, μη φοβάσαι. Θα έρχεσαι καθημερινά στις συνεδριάσεις και θα τις παρακολουθείς από το πρωί μέχρι το βράδυ. Παράλληλα, θα πηγαίνεις στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και θα διαβάζεις ομιλίες παλαιότερων πολιτικών. Έτσι θα μάθεις…». Σήμερα, μετά από 30 χρόνια, συνεχίζω να ακολουθώ πιστά ακόμη αυτές τις συμβουλές. Είναι κάτι, όμως, που δεν βλέπω να το κάνουν οι νεότεροι. Αρκετές φορές ως πρόεδρος έχω «χτυπήσει το καμπανάκι» όταν αντικρίζω σχεδόν άδεια την αίθουσα του Κοινοβουλίου. Η συγκεκριμένη εικόνα με ενοχλεί.

Κεφάλαιο «Χρυσή Αυγή»: Τι είναι αυτό που τρομάζει περισσότερο; Η άσκηση βίας ή η επιλογή της ως μονόδρομος σε ένα οικονομικοπολιτικό αδιέξοδο;

Εξαρχής θεωρούσα πως η Χρυσή Αυγή θα κατέληγε εκεί που έφθασε τώρα. Ήταν η φυσιολογική κατάληξη, αφού απλώς εισέπραττε ένα σημαντικό κομμάτι από τη δυσαρέσκεια του ελληνικού λαού λόγω των μνημονίων - στα οποία μας έβαλε ο αλήστου μνήμης πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εκείνη την αξέχαστη μέρα στο Καστελλόριζο και επιβλήθηκαν επί μία δεκαετία στη χώρα μας. Ήταν η μάσκα της για να κρύβει το αποτρόπαιο φασιστικό πρόσωπό της.

Όταν λοιπόν αποκαλύφθηκε, ο κόσμος κατάλαβε και την καταδίκασε. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, πάντως, ότι η Χρυσή Αυγή ψηφίστηκε από 500.000 Έλληνες, κι αν δεν υπήρχε η δολοφονία Φύσσα, δεν αποκλείεται να διεκδικούσε μεγαλύτερο κομμάτι από την εκλογική πίτα. Εδώ, θα πρέπει να τονιστούν, λοιπόν, οι ευθύνες των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου, που «έστειλαν» μισό εκατομμύριο συμπολίτες μας στην αγκαλιά του ναζιστικού μορφώματος. Γιατί σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να δεχθώ πως υπήρξαν 500.000 Έλληνες που ταυτίστηκαν με τις αρχές του ναζισμού. Με δύο κουβέντες, λοιπόν: Ακόμη και η χειρότερη Δημοκρατία είναι προτιμότερη και καλύτερη από τον φασισμό.

Σε συνέχεια της παραπάνω ερώτησης, το πολιτικό μας σύστημα έχει δικλίδες ασφαλείας απέναντι σε τέτοιου είδους, ναζιστικού τύπου μορφώματα; Κι αν όχι, δεν θα έπρεπε να αναπτύξει;

Ο κόσμος αργά ή γρήγορα καταλαβαίνει και ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος. Αυτό είναι και το πλεονέκτημα της Δημοκρατίας. Η μοναδική δικλίδα ασφαλείας είναι να μην υποτιμάς τον πολίτη. Να ενδιαφέρεσαι και να λύνεις τα προβλήματά του. Να του κάνεις καλύτερη τη ζωή, να του δίνεις ελπίδα στο μέλλον. Κακά τα ψέματα.

Τα τελευταία χρόνια, από τη μέρα που άρχισαν να εφαρμόζονται τα μνημόνια, οι Έλληνες ένιωσαν προδομένοι. Δέχθηκαν σκληρή κριτική ότι «είναι τεμπέληδες» από τους υποτιθέμενους εταίρους μας, είδαν την πατρίδα τους να μετατρέπεται σε «χωματερή» με αφορμή το μεταναστευτικό πρόβλημα και εσχάτως να αντιμετωπίζει μόνη τις συνεχείς προκλήσεις της Τουρκίας. Δεν πρέπει, λοιπόν, να υπάρχουν κενά που θα επιτρέπουν όχι μόνο σε φασιστικά μορφώματα, αλλά και γενικά σε οτιδήποτε ακραίο, να «μολύνει» τη Δημοκρατία μας.

Κεφάλαιο «ελληνοτουρκικά»: Ήρθε η ώρα μιας πιο αποφασιστικής στάσης της χώρας μας απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της γείτονος, ή μιας πιο διαλλακτικής θέσης που θα συμπεριλαμβάνει διαπραγματεύσεις επί των κοιτασμάτων του Αιγαίου;

Πιστεύω ότι το δίκαιο πάντα επικρατεί του άδικου. Και το Διεθνές Δίκαιο είναι με το μέρος μας κι όχι με των Τούρκων. Η Ελλάδα και η κυβέρνηση δεν επιθυμούν θερμό επεισόδιο με τη γείτονα. Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να κάνουμε υποχωρήσεις «α λα Ίμια» (εποχή Σημίτη), τότε που φυσούσε δυνατά και ο αέρας έπαιρνε την ελληνική σημαία… Για μένα το μείζον ζήτημα είναι ότι οι υποτιθέμενοι «σύμμαχοι και εταίροι» μας, τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να βάλουν τον κ. Ερντογάν στη γωνία.

Να παραμερίσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα -ορθώς ο πρωθυπουργός έθεσε το θέμα του εμπάργκο όπλων από Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, αφού ξεμπροστιάστηκαν- και να αναλογιστούν ότι αν δεν σταματήσουν «εδώ και τώρα» τις παράνομες διεκδικήσεις των Τούρκων, σύντομα θα τους ξαναβρούν μπροστά τους κάπου αλλού. Ο Τούρκος έτσι έχει μάθει: να αρπάζει ό,τι λεηλατείται…

Kaklamanis Karamanlis

Τελικά, η Τουρκία έχει παραβιάσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο;

Παραμένω πιστός στο δόγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, το οποίο καμία κυβέρνηση και κανένας πρωθυπουργός αλλά και κανένα δημοκρατικό κόμμα ουδέποτε αμφισβήτησε. Δηλαδή: Κάθε νησί της Ελλάδος έχει την υφαλοκρηπίδα του αλλά και τις θαλάσσιες ζώνες, που απορρέουν απ’ αυτές. Όσον αφορά στα 12 μίλια, είναι αποκλειστικό και αναφαίρετο δικαίωμα, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, η επέκταση των 6 μιλίων στα 12. Ήδη η κυβέρνηση το έκανε πράξη μερικώς, επεκτείνοντας τα 12 μίλια στο Ιόνιο και στην Κρήτη. Οποιαδήποτε άλλη θέση, που είτε αμέσως είτε εμμέσως αμφισβητεί το διαχρονικό αυτό δικαίωμά μας, εκφράζει μόνο εκείνους που την υποστηρίζουν. Και σίγουρα δεν είναι η εθνική μας θέση…

Υπάρχουν κόκκινες γραμμές από την κυβέρνηση; Κι αν ναι, πού μπαίνει ο πήχυς;

Μία πρέπει να είναι η κόκκινη γραμμή: Είναι αδιαπραγμάτευτη η παραβίαση της εθνικής μας ακεραιότητας. Εδαφικής ή θαλάσσιας. Η Ελλάδα δεν έχει επεκτατικές βλέψεις, επιδιώκει την ειρήνη με τους γείτονες της αλλά θα πρέπει να κάνει όσο πιο ξεκάθαρο μπορεί προς πάσα κατεύθυνση, ότι όποιος δεν σέβεται τα αναγνωρισμένα νόμιμα δίκαια της, θα το πληρώσει ακριβά. Και βέβαια, οι «σύμμαχοι και εταίροι» της να μη ξεχνούν ποτέ, ότι η χώρα μας είναι το ύστατο σύνορο της Ευρώπης, κι οποιαδήποτε επιχείρηση παραβίασής του αποτελεί και παραβίαση των δικών τους συνόρων…

Η κοινοβουλευτική σας διαδρομή σας έχει καταγράψει ως έναν μετριοπαθή αλλά συνεπή δεξιό πολιτικό, ιδιαίτερα αγαπητό, όχι μόνο στο κομματικό σας ακροατήριο, αλλά και στους πολιτικούς σας αντιπάλους. Οραματίζεστε διαφορετικά την πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα;

Οραματίζομαι και ελπίζω σε πολιτικές αντιπαραθέσεις όπως αυτές που συνάντησα διαβάζοντας παλιά πρακτικά από συζητήσεις στη Βουλή. Αντιπαραθέσεις, που δεν περιλάμβαναν ύβρεις, έλειπαν οι προσωπικές αναφορές, με την κάθε πλευρά να υπερασπίζεται τις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις της, σεβόμενη τις αντίστοιχες θέσεις του αντιπάλου της. Πρόσφατα διάβασα πρακτικά, όπου για ένα συγκεκριμένο θέμα είχαν αγορεύσει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Ηλίας Ηλιού. Επρόκειτο, κυριολεκτικά, για διδακτορικές διατριβές.

Σκληρή ιδεολογική αντιπαράθεση αλλά κανένας εκ των δύο δεν «πάτησε τις κόκκινες γραμμές» του αλληλοσεβασμού και της αξιοπρέπειας. Ακόμη και οι ιδιαίτερα σκληρές αντιπαραθέσεις μεταξύ των Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Ανδρέα Παπανδρέου κινείτο σε ένα άλλο επίπεδο απ’ αυτό, που συναντάμε σήμερα. Αυτόν τον δρόμο προσπαθώ να ακολουθήσω από το 1990 ως σήμερα, τόσο εντός του κόμματος μου, όσο και απέναντι των πολιτικών μου αντιπάλων. Και ίσως είναι το «μυστικό» της συμπάθειας και του σεβασμού που χαίρω από τη συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων μου.

*Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα kedenews

Περισσότερα σε Συνεντεύξεις